- συνελίσσειν
- συνελίσσωroll togetherpres inf act (attic epic)συνελίσσωroll togetherpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνελίσσω — ΝΜΑ, και ιων. τ. συνειλίσσω, και αττ. τ. συνελίττω Α τυλίγω γύρω γύρω, περιτυλίγω («συνελίσσειν εἴριον», Ιπποκρ.) αρχ. φρ. «σπείραις συνελίσσω» κουλουριάζομαι (Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐλίσσω «περιστρέφω, περιτυλίσσω»] … Dictionary of Greek